μπακιρτζίδικο
Смотреть что такое "μπακιρτζίδικο" в других словарях:
μπακιρτζίδικο — το [μπακιρτζής] το εργαστήριο τού μπακιρτζή, χαλκωματάδικο … Dictionary of Greek
χαλκωματάδικο — το το εργαστήριο του χαλκωματά, χαλκουργείο, μπακιρτζίδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)